Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το παστέλ

См. также в других словарях:

  • παστέλ ή κρητιδογροφία — Τεχνική σχεδίου που χρησιμοποιεί μικρά κονδύλια που αποτελούνται από χρωστική ουσία αναμεμειγμένη με ένα συνδετικό μέσο (κόλλα, κερί κ.ά.). Επειδή το ποσοστό του συνδετικού μέσου είναι ελάχιστο, μόλις που να εξασφαλίζει την προσκόλληση του… …   Dictionary of Greek

  • παστέλ — το 1. είδος χρωματιστού μολυβιού ζωγραφικής από μίγμα λευκής κιμωλίας και χρώματος σε σκόνη 2. το είδος ζωγραφικής ή το σχέδιο που έχει φιλοτεχνηθεί με αυτό το μολύβι, η κρητιδογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pastel < ιταλ. pastello < pasta (βλ …   Dictionary of Greek

  • παστελογραφία — η η ζωγραφική με παστέλ, η κρητιδογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παστέλ + γραφία*] …   Dictionary of Greek

  • ροκοκό — Στο διάστημα μεταξύ του τέλους του μπαρόκ και της αρχής των νεοκλασικών ιδεών, αναπτύχθηκε στη Γαλλία και διαδόθηκε στην Ευρώπη μια μορφή τέχνης με διεθνή χαρακτήρα, που αν και συνδεμένη με το μπαρόκ, σήμανε κατά κάποιο τρόπο το τέλος του. Ο όρος …   Dictionary of Greek

  • Εσθονία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Εσθονίας Παλαιότερη ονομασία: Εσθονική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία (1947 90) Έκταση: 45.227 τ. χλμ Πληθυσμός: 1.415.681 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ταλίν (404.000 κάτ. το 2000)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη… …   Dictionary of Greek

  • Λα Τουρ, Μορίς Κεντέν ντε- — (Maurice Quentin de La Tour, Σεν Κεντέν 1704 – 1788). Γάλλος ζωγράφος. Μολονότι ο πατέρας του τον προέτρεψε να σπουδάσει αρχιτεκτονική, ο Λ.T., με ολοφάνερη κλίση στη ζωγραφική, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου εργάστηκε αρχικά κοντά στον ζωγράφο Ζ …   Dictionary of Greek

  • Ντεγκά, Εντγκάρ — (Edgar Degas, Παρίσι 1834 – 1917). Γάλλος ζωγράφος, χαράκτης και γλύπτης. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του 19ου αιώνα. Όπως και ο Μανέ, ανήκε σε παλιά αστική οικογένεια (ο πατέρας του ήταν πλούσιος τραπεζίτης) και, παράλληλα με… …   Dictionary of Greek

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • κρητιδογραφία — Νεότερο είδος ζωγραφικής, κατά το οποίο ο καλλιτέχνης εργάζεται με πολύχρωμα μολύβια, παρόμοια με κιμωλίες (κρητίδες) πάνω σε χοντρό πορώδες χαρτί. Οι χρωματικοί τόνοι των κρητίδων χαρακτηρίζονται για την ασύγκριτη ζωηρότητα και την απαλότητά… …   Dictionary of Greek

  • πάστιλλος — και πάστελ(λ)ος, ὁ, Α 1. παστίλια, φαρμακευτικό δισκίο 2. παστέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pastillus, υποκορ. τού λατ. panis (< *pasnis) «ψωμί»] …   Dictionary of Greek

  • ώχρα — Φυσική γαιώδης χρωστική ουσία από το βαθύ κίτρινο έως το κοκκινωπό. Στην προϊστορική εποχή οι χρωστικές ιδιότητες της ώ. την κατέστησαν αντικείμενο μεγάλης εκμετάλλευσης· κίτρινες και κόκκινες ώ. χρησιμοποιήθηκαν για να χρωματίσουν τις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»